- προστρέπω
- Α [τρέπω]1. στρέφομαι προς το μέρος κάποιου2. (κατ' επέκτ.) (ιδίως σχετικά με θεό) παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ (α. «τοσαῡτά σ', ὦ Ζεῡ, προστρέπω», Σοφ.β. «ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα», Ευρ.)3. πλησιάζω κάποιον ως εχθρός, με εχθρική διάθεση («Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών», Πίνδ.)4. μτφ. τιμώ, σέβομαι5. μέσ. προστρέπομαια) επισύρω κάτι εναντίον τού ίδιου τού εαυτού μου («τοῡ παθόντος προστρεπομένου τὴν σπάθην», Πλάτ.)β) κάνω κάτι υπόθεση ικεσίας.
Dictionary of Greek. 2013.